- ασήμωμα
- το [ασημώνω]1. η επένδυση εικόνας με ασήμι («τὸ ἀσήμωμα τῆς Παναγιᾱς»)2. η επαργύρωση αντικειμένου ή σκεύους3. η τοποθέτηση ασημένιου νομίσματος στο κρεβάτι νεογέννητου βρέφους ή μελλονύμφων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασήμωμα — το ώματος, η επαργύρωση ή η προσφορά για το καλό ασημένιου νομίσματος: Είχε τάξει το ασήμωμα της εικόνας του αγίου. – Σε λίγο θ’ άρχιζε το ασήμωμα της νύφης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργύρωμα — το (Α ἀργύρωμο) [αργυρώ] νεοελλ. 1. ασήμωμα, επαργύρωση 2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης αρχ. συνήθως στον πληθ. ( ματα) τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά … Dictionary of Greek
ασημωτής — ο [ασημώνω] ο τεχνίτης που ασχολείται με το ασήμωμα, ο επαργυρωτής … Dictionary of Greek
επαργύρωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικού αντικειμένου ή σκεύους με λεπτό στρώμα ασημιού, το ασήμωμα, το ασημοκάπνισμα. 2. το ίδιο το ασημένιο επίστρωμα: Τρίφτηκε η επαργύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)